φιλέχθρως

φιλέχθρως
Α
επίρρ. βλ. φίλεχθρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλέχθρως — φίλεχθρος disharmonic adverbial φίλεχθρος disharmonic masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вражьдолюбьнѣ — (1*) нар. Враждебно: мнози цр҃квьноѥ бл҃гочиниѥ съмоуштати и развратити хотѩште. вражьдолюбьнѣ и клѥветами. вины нѣкы˫а съставлѩють (φιλέχϑρως) КЕ XII, 26а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αφιλέχθρως — ἀφιλέχθρως επίρρ. (Μ) [φιλέχθρως] χωρίς διάθεση για έχθρα …   Dictionary of Greek

  • φίλεχθρος — ον, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να προξενεί έχθρες. επίρρ... φιλέχθρως Α εχθρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐχθρός] …   Dictionary of Greek

  • φιλεχθρικώς — Μ επίρρ. φιλέχθρως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *φιλεχθρικός (< φίλεχθρος + κατάλ. ικός) + επιρρμ. κατάλ. ῶς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”